-
1 досмотр
досмотр м: таможенный \досмотро τελωνειακός έλεγχος* * *мтамо́женный досмо́тр — ο τελωνειακός έλεγχος
-
2 осмотр
осмотр м η εξέταση, η επιθεώρηση* медицинский \осмотр η ιατρική εξέταση· \осмотр багажа о τελωνειακός έλεγχος* * *мη εξέταση, η επιθεώρησηмедици́нский осмо́тр — η ιατρική εξέταση
осмо́тр багажа́ — ο τελωνειακός έλεγχος
-
3 осмотр
1. (внимательное исследование) η επιθεώρηση, η εξέταση, ο έλεγχοςвыборочный - επιλεκτική -, δειγματοληπτική -периодический - περιοδική -, τρέχουσα -регулярный - см. периодический -2. мед. η ιατρική εξέταση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > осмотр
-
4 досмотр
-а (-у) α.1. επίβλεψη, επιτήρηση•строгий досмотр αυστηρή επίβλεψη•
поручить -за детьми αναθέτω την επίβλεψη των παιδιών.
2. έλεγχος, επιθεώρηση, έρευνα•таможный τελωνειακός έλεγχος.
-
5 досмотр
досмотрм:таможенный \досмотр ὁ τελωνειακός ἐλεγχος. -
6 досмотр
[ντασμότρ] ста α τελωνειακός έλεγχος -
7 досмотр
[ντασμότρ] ста α τελωνειακός έλεγχος -
8 досмотр
ο έλεγχοςтаможенный - τελωνειακός -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > досмотр
-
9 контроль
ο έλεγχος, (проверка) η εξέτασηавтоматический маш. - αυτόματος -- переполнения вчт. - της υπερφόρτωσηςприемочный - της εισαγωγής/παραλαβήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > контроль
См. также в других словарях:
τελωνειακός — και τελωνιακός, ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τελωνείο 2. φρ. α) «τελωνειακή αρχή» ή «τελωνειακές αρχές» το τελωνείο β) «τελωνειακή υπηρεσία» το τελωνείο γ) «τελωνειακή ένωση» (οικον. διεθν. δίκ.) συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων … Dictionary of Greek
τελωνείο — Ο τόπος, το ίδρυμα στο οποίο εισπράττεται ο δασμός των εμπορευμάτων που εισάγονται και εξάγονται. Η υπηρεσία που επιβλέπει την είσπραξη των δασμών εισαγωγής και εξαγωγής. Στην Ελλάδα ο πρώτος οργανισμός τελωνειακής υπηρεσίας έγινε με ψήφισμα του… … Dictionary of Greek